πολυειδήμων

πολυειδήμων
πολυ-ειδήμων, ον, gen. ονος,
A knowing much, S.E.M.1.63.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυειδήμων — ον, Α αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής, πολύξερος («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται εἶναι τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εἰδήμων (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. παντ ειδήμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυειδήμονα — πολυειδήμων knowing much neut nom/voc/acc pl πολυειδήμων knowing much masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυειδήμονας — πολυειδήμων knowing much masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”